- λογοπράτης
- λογοπράτης, ὁ (Α)(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο τού Θεού, τον Χριστό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -πράτης (< θ. πρα-, πρβλ. πέ-πρα-κα, παρακμ. τού πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημο-πράτης, λαχανο-πράτης].
Dictionary of Greek. 2013.